Ρίτα.






Το κέντρο ήταν λίγο μετά τις Τρεις Γέφυρες. Καθότανε πάντα μόνος του, πρώτο τραπέζι πίστα. Την περίμενε. Μέχρι να βγει να τραγουδήσει, αυτός είχε πιεί σχεδόν  το μισό μπουκάλι. Τις μικρές που ανοίγανε το πρόγραμμα, ούτε που τις πρόσεχε. Κανείς δεν τις πρόσεχε.  Όλοι για τη Ρίτα ερχόντουσαν. Είχε ανοίξει το μαγαζί με τον δεύτερο άντρα της, έτσι του είπε, τη μια και μοναδική φορά που έκατσε και ήπιε ένα ποτό μαζί του. Έκανε μεγάλη ζημιά εκείνο το βράδυ, ένα μηνιάτικο ξόδεψε σε λουλούδια και σαμπάνιες για πάρτη της.

Γκαρσόνι στου Ασλανίδη ήτανε, από εκεί τον θυμότανε εκείνη.
“Δεν ξέρω πού τα βρίσκει τα λεφτά ο μικρός. Πρέπει να αφήνουν καλό φιλοδώρημα οι ξενύχτηδες, τί να σου πω… Εμένα με νοιάζει που τα ακουμπάει στο μαγαζί. Μη μου πεις ότι ζηλεύεις. Αυτά να πας και να τα κάνεις αλλού, εκεί που περνάνε, όχι σε μένα. Και κοίταξε, φρόντισε αύριο να έχω το άλλο το μικρόφωνο, το φορητό …” ακούστηκε καμπάνα η φωνή της Ρίτας από το καμαράκι πίσω από το πάλκο του “Κουίν Αν”.

Μετά έγινε ό,τι έγινε κι εκείνος έφυγε, νύχτα που λένε, για το Παρίσι. Έμενε από εδώ κι από εκεί, σε φίλους. Τα βράδια πήγαινε σε μέρη πιο κατάλληλα, κατά μήκος του Σηκουάνα, σε συγκεκριμένα πάρκα, στον σταθμό Άουστερλιτς, στα πίσω δωμάτια των μπαρ, στις τουαλέτες, στο χαμάμ. Ήταν γεροδεμένος και τα γεμάτα πάθος, πολιτικοποιημένα νεαρά αγόρια από την Ελλάδα, είχαν πολύ πέραση. Τα λεφτά που έβγαζε ήταν καλά. Μετά από κανα δυό χρόνια δεν είχε πια ούτε την όρεξη  αλλά ούτε και την ανάγκη να πηδάει τους φράχτες στην άκρη του Ιλ Σεν Λουί ή να τη στήνει στους Κήπους του Κεραμεικού. Είχε βρει πρωινή δουλειά και παράλληλα βοηθούσε τους έλληνες πρωτοετείς, όποτε του το ζητούσαν. Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ  φοιτητής αλλά ήξερε πολύ κόσμο και όλοι θέλανε να είναι στα πάρτυ που οργάνωνε, για λογαριασμό της ελληνικής φοιτητικής λέσχης. Μόνο τα γαλλικά του διατηρούσαν κάτι από την βαριά, επαρχιώτική προφορά του αλλά τώρα πια δεν υπήρχε λόγος να το προσέξει κανείς.

Στην Αθήνα επέστρεψε το ’83. Όταν γύρισε, δεν ήξερε κανέναν πια στην πιάτσα και ούτε και τον θυμότανε πια και κανείς. Το κέντρο της Ρίτας είχε κλείσει. Η επιτυχία κράτησε όσο κι ο γάμος της. Πέντε χρόνια. Τώρα ήτανε ξανθιά και τραγουδούσε στα καλά μαγαζιά της παραλιακής. Κι εκείνος όμως είχε αλλάξει αρκετά.
Έκλεισε πάλι, πρώτο τραπέζι πίστα. Αυτή τη φορά πήγε  μαζί με μια μεγάλη παρέα, κυρίως συνεργάτες και υφιστάμενους του από την διαφημιστική. Φτάσανε όλοι μαζί, επιδεικτικά, μόλις εκείνη βγήκε να τραγουδήσει, κάπου στις τρεις η ώρα το πρωί. Πέντε λουλουδούδες στέκονταν δίπλα στο τραπέζι τους και σε κάθε του νεύμα πετάγανε στοίβες τα πανεράκια με τα γαρύφαλλα πάνω από το κεφάλι της Ρίτας. Δυο φορές χρειάστηκε να σκουπίσουν την πίστα για να μη γλυστρίσει εκείνος μόλις ανέβηκε να χορέψει το αγαπημένο του ζειμπέκικο.

Όταν φύγανε από το μαγαζί, είχε πια ξημερώσει. “Εδώ καλά είναι” είπε και κατέβηκε στο Πολυτεχνείο. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα του ταξί πίσω του κι έτσι όπως ήταν, μόνο με το σακάκι, αμέσως, τον έπιασε η πρωινή υγρασία. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες. Ήταν ακόμη γεμάτες από κακοπαθημένα γαρύφαλλα, μαδημένα απομεινάρια της προηγούμενης βραδιάς. Αφηρημένα, τα έπαιξε μια γύρα στα δάχτυλα του και μετά τα πέταξε μέσα από τα κάγκελα, λες κι ήταν ρύζι σε γάμο, μπροστά στο μνημείο, μαζί με τα άλλα στεφάνια και λουλούδια που υπήρχαν εκεί, σε σωρό.

“Να δεις που αυτή η αλλαγή, μπορεί και να στεριώσει”, σκέφτηκε κι άρχισε ν’ανεβαίνει με τα πόδια από τη Στουρνάρη για το Κολωνάκι.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις