Ένας όχι και τόσο "εθνικός" Wilson
Οι περιπέτειες
του Οδυσσέα είναι γνωστές σε όλους. Σχολικά αναγνώσματα, διασκευές για παιδικά
βιβλία, κινούμενα σχέδια, χολιγουντιανές ταινίες, όλοι οι δημιουργοί, με όλα τα
μέσα έχουν αποπειραθεί να ξα-ναπούν τη συναρπαστική του ιστορία στους
σύγχρονούς τους. Πόσο εύκολο είναι λοιπόν να διηγηθεί κανείς σε ελληνικό κοινό
την “Οδύσσεια” του Ομήρου και αυτό να μην βαρεθεί; Πόσο εύκολο είναι να
διηγηθείς συναρπαστικά μια ιστορία που έχουν όλοι ακούσει κατ’ επανάληψη;
Η παράσταση του
Robert Wilson, “Οδύσσεια”, το επιχειρεί φέτος, στο Εθνικό Θέατρο, απαντώντας
στα παραπάνω ερωτήματα, όχι μέ λόγια αλλά με πράξεις – κυριολεκτικά. Όλα είναι
κίνηση και αφαίρεση. Το κείμενο είναι ελάχιστο. Και όπου υπάρχει λειτουργεί
κυρίως ως ήχος, συμπληρωματικός της μουσικής που πλημμυρίζει την ιστορία ή την
δημιουργεί εκ νέου. Γιατί ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής ήταν η ζωντανά παιγμένη
από τον ίδιο, μουσική του Θοδωρή Οικονόμου. Η μουσική, η έκφραση, το σώμα και η
εικόνα λένε όλα εκείνα τα “μη ορατά” που οι λέξεις δυσκολεύονται να συλλάβουν.
Ακόμη και οι σιωπές στο έργο είναι “εκκωφαντικές". Οι ηθοποιοί καλούνται
να υπηρετήσουν το σύνολο του έργου κυρίως με τα υπόλοιπα εκφραστικά τους μέσα –
πλην της απαγγελίας. Και ευτυχώς. Ύστερα από 5χμ. τρέξιμο στον κλασσικό
μαραθώνιο της Αθήνας το ίδιο πρωί, η μέρα αποδεικνύονταν δύσκολη για να
παρακολουθήσει κανείς μια τρίωρη, συμβατική εκδοχή του έπους.
Η πιο ψύχραιμη από τις κριτικές που διάβασα για την παράσταση –και είναι αυτή του Σπύρου Παγιατάκη στην “Καθημερινή” της 11ης Νοεμβρίου- μιλάει για μια τυποποιημένη πλέον σκηνοθετικά φόρμα του μεγάλου σκηνοθέτη, μόνιμα απαράλλαχτη είτε πρόκειται για αρχαίο δράμα είτε για σονέτο του Σαίξπηρ. Για όλους εμάς όμως που δεν έχουμε δει ούτε μία από τις πάμπολλες σκηνοθεσίες του Wilson ανά τον κόσμο, αυτό το ραντεβού, που σημειωτέον είναι και στο κατώφλι μας, παραμένει μια ευχάριστη έκπληξη.
Ο Σταύρος
Ζαλμάς, ως Οδυσσέας, υποστηρίζει κυρίως με το σωματότυπο του τον ήρωα, βγαλμένο
πιστά από τις αναπαραστάσεις του σε μελανόμορφα αγγεία. Η Μαρία Ναυπλιώτου συνδέει
με ένα αδιόρατο νήμα τις γυναίκες που ενσαρκώνει - Καλυψω, Κίρκη, Πηνελόπη - ως
σημαδιακές στη ζωή του πολυμήχανου. Από τις κορυφαίες σκηνές της παράστασης, η
συνεύρεση/αποχαιρετισμός της Κίρκης με τον Οδυσσέα σε ένα ονειρικό κρεβάτι-κήπο
της Εδέμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σύλληψη των Σειρήνων ως έκπτωτων άγγελων,
με μαύρα φτερά, σκηνογραφικά πολύ κοντά στους δαίμονες του Ιερώνυμου Μπος, όπως
αυτός τους σχεδιάζει στον πάτο των εικόνων του. Η Λυδία Κονιόρδου ξεχωρίζει –
ακόμη και με τη σιωπή της. Ή με ένα βλέμμα. Αλλά τί βλέμμα! Ως Ευρίκλεια,
δημιουργεί μια από τις πιο υπαινικτικά άμεση στιγμή αναγνώρισης που έχουμε
παρακολουθήσει ποτέ. Ο Νικήτας Τσακίρογλου υποχρεώθηκε σε αναγκαστική σιωπή και
ακινησία στην αρχή του έργου, η τέλεια άσκηση υπακοής για όλους τους ηθοποιούς
από τους οποίους τόσο το κοινό όσο και τα αρχαία κείμενα έχουν υποφέρει
πολλάκις εξ΄αιτίας του στόμφου και του “μεγαλείου” της ερμηνείας τους. Ίσως
όμως καταλληλότερος γι αυτή τη θέση ήταν τελικά ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, που
ασυγκίνητος από το δράμα του συναδέλφου του δεν έδειξε καμία μεταμέλεια και
επέμεινε βροντόφωνος επί σκηνής.
Η “Οδύσσεια” του Wilson eίναι μια καλή ευκαιρία να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε αυτό “το αριστούργημα της παγκόσμιας κληρονομιάς” ως διδακτέα ύλη και να αντιδρούμε σαν σπασικλάκια κάθε φορά που ο καθηγητής μας βάζει μάθημα έξω από αυτά που είχαμε συμφωνήσει. Απαλλαγμένη από την συναισθηματικά φορτισμένη εθνική συλλογική μνήμη, πιστή στην αφαίρεση και το μη νατουραλισμό, απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, δηλ. σε όλους. Καθόλου τυχαία οι συντελεστές προσβλέπουν και σε παραστάσεις στο εξωτερικό, αρχής γενομένης, του Μιλάνου (Ιταλία), τον ερχόμενο Απρίλη.
(Το έργο διαρκεί
τρεις ώρες, με ενδιάμεσο διάλειμμα.)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Share your opinion